重 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

重 ελληνικός ορισμός

zhòng

  • βάρος

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : to stand side by side; variant of 眾|众[zhong4];
  • : second month of a season; middle; intermediate; second amongst brothers;
  • : πλήθος
  • : Pekingese;
  • : Public

Παραδείγματα ποινών με 重

  • 我忘了一件重要的事情。
    Wǒ wàngle yī jiàn zhòngyào de shìqíng.
  • 诚实的人值得我们尊重。
    Chéngshí de rén zhídé wǒmen zūnzhòng.
  • 他把事情重新说了一遍。
    Tā bǎ shìqíng chóngxīn shuōle yībiàn.
  • 父母很重视孩子的教育。
    Fùmǔ hěn zhòngshì háizi de jiàoyù.
  • 他把艺术看得比自己的生命更重要。
    Tā bǎ yìshù kàn dé bǐ zìjǐ de shēngmìng gèng zhòngyào.

Λέξεις που περιέχουν 重, ανά επίπεδο HSK