出
出 ελληνικός ορισμός
chū
- εξω
chū
- εξω
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 出
-
我坐出租车回家。
Wǒ zuò chūzūchē huí jiā. -
我开了三年出租车了。
Wǒ kāile sān nián chūzū chēle. -
女儿是 1990 年出生的。
Nǚ'ér shì 1990 nián chūshēng de. -
早上出公司。
Zǎoshang chū gōngsī. -
我已经找出问题了,晚上问你。
Wǒ yǐjīng zhǎo chū wèntíle, wǎnshàng wèn nǐ.
Λέξεις που περιέχουν 出, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 1
- 出租车 (chū zū chē) : ταξί
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 2
-
出 (chū): εξω
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 出差 (chū chāi) : επαγγελματικό ταξίδι
- 出发 (chū fā) : συμψηφίσει
- 出生 (chū shēng) : γεννημένος
- 出现 (chū xiàn) : εμφανίζομαι
- 演出 (yǎn chū) : προβολή
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 出版 (chū bǎn) : δημοσίευση
- 出口 (chū kǒu) : εξαγωγή
- 出色 (chū sè) : εξαιρετική
- 出示 (chū shì ) : προβολή
- 出席 (chū xí) : παραβρίσκομαι
- 突出 (tū chū) : διακεκριμένος
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 层出不穷 (céng chū bù qióng) : ατελείωτες
- 出路 (chū lù) : διέξοδος
- 出卖 (chū mài) : πουλώ
- 出身 (chū shēn) : προέλευση
- 出神 (chū shén) : εκσταση
- 出息 (chū xi) : εξαιρετική
- 杰出 (jié chū) : εξαιρετική
- 支出 (zhī chū) : δαπάνη