不
不 ελληνικός ορισμός
bù
- μην
bù
- μην
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 不
-
对不起,我不爱你了,我爱她!
Duìbùqǐ, wǒ bù ài nǐle, wǒ ài tā! -
谢谢!不客气!
A: Xièxiè! B: Bùkèqì! -
猫不吃苹果。
Māo bù chī píngguǒ. -
今天我的朋友不能工作,他在医院!
jīntiān wǒ de péngyǒu bùnéng gōngzuò, tā zài yīyuàn! -
习先生怎么样不这儿了?
Xí xiānshēng zěnme yàng bù zhè'erle?
Λέξεις που περιέχουν 不, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 1
- 不客气 (bú kè qi) : παρακαλώ
-
不 (bù): μην
- 对不起 (duì bu qǐ) : συγνώμη
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 3
- 不但…而且… (bù dàn …ér qiě …) : όχι μόνο αλλά…
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 不过 (bú guò) : αλλά
- 不得不 (bù dé bù) : πρέπει
- 不管 (bù guǎn) : ασχέτως
- 不仅 (bù jǐn) : οχι μονο
- 差不多 (chà bu duō) : σχεδόν
- 来不及 (lái bu jí) : πολύ αργά
- 受不了 (shòu bù liǎo) : δεν αντέχω
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 不断 (bú duàn) : συνέχισε
- 不见得 (bú jiàn de) : όχι απαραίτητα
- 不耐烦 (bú nài fán) : ανυπόμονος
- 不要紧 (bú yào jǐn) : δεν πειράζει
- 不安 (bù ān) : ενοχλημένος
- 不得了 (bù dé liǎo) : τρομερός
- 不然 (bù rán) : σε διαφορετική περίπτωση
- 不如 (bù rú) : όχι τόσο καλό όσο
- 不足 (bù zú) : ανεπαρκής
- 怪不得 (guài bu de) : δεν είναι να απορείς
- 看不起 (kàn bu qǐ) : περιφρονώ
- 了不起 (liǎo bu qǐ) : φοβερο
- 忍不住 (rěn bu zhù) : δεν μπορώ να βοηθήσω
- 舍不得 (shě bu de) : απρόθυμος
- 说不定 (shuō bu dìng) : μπορεί
- 要不 (yào bù) : ή
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 爱不释手 (ài bù shì shǒu) : βάλτε το κάτω
- 巴不得 (bā bù dé) : ανήσυχος
- 不顾 (bú gù) : ασχέτως
- 不愧 (bú kuì) : αξίζει να
- 不料 (bú liào) : απρόσμενα
- 不像话 (bú xiàng huà) : αποτρόπαιος
- 不屑一顾 (bú xiè yī gù) : απορρίπτει
- 不得已 (bù dé yǐ) : εσχατη λύση
- 不妨 (bù fáng) : θα μπορούσε κάλλιστα
- 不敢当 (bù gǎn dāng) : μην τολμήσεις
- 不禁 (bù jīn) : δεν μπορώ να βοηθήσω
- 不堪 (bù kān) : ανυπόφορος
- 不可思议 (bù kě sī yì) : απίστευτος
- 不免 (bù miǎn) : αναπόφευκτα
- 不时 (bù shí) : πότε-πότε
- 不惜 (bù xī) : μην διστάσετε
- 不相上下 (bù xiāng shàng xià) : συγκρίσιμος
- 不言而喻 (bù yán ér yù) : είναι αυτονόητο
- 不由得 (bù yóu de) : δεν μπορώ να βοηθήσω, αλλά
- 不择手段 (bù zé shǒu duàn) : παιξε σκληρα
- 不止 (bù zhǐ) : περισσότερο από
- 层出不穷 (céng chū bù qióng) : ατελείωτες
- 川流不息 (chuān liú bù xī) : σταθερή ροή
- 大不了 (dà bù liǎo) : μεγάλο θέμα
- 得不偿失 (dé bù cháng shī) : δεν αξίζει την απώλεια
- 供不应求 (gōng bù yìng qiú) : σε λιγοστό απόθεμα
- 恨不得 (hèn bu dé) : δεν μπορώ να περιμένω
- 刻不容缓 (kè bù róng huǎn) : δεν υπάρχει χρόνος για καθυστέρηση
- 络绎不绝 (luò yì bù jué) : ατελείωτη ροή
- 迫不及待 (pò bù jí dài) : δεν μπορώ να περιμένω
- 锲而不舍 (qiè ér bù shě) : επιμονή
- 滔滔不绝 (tāo tāo bù jué) : μιλήστε ατελείωτα
- 微不足道 (wēi bù zú dào) : αμελητέος
- 无微不至 (wú wēi bù zhì) : λεπτολόγος
- 一丝不苟 (yì sī bù gǒu) : λεπτολόγος
- 有条不紊 (yǒu tiáo bù wěn) : μεθοδικός